- εκλέξιμος
- η , ο [ος , ον ] имеющий право, могущий быть избранным, избираемый; достойный быть избранным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκλέξιμος — η, ο αυτός που αξίζει να εκλεγεί ή έχει το δικαίωμα να εκλεγεί … Dictionary of Greek
εκλέξιμος — η, ο που έχει το δικαίωμα ή είναι άξιος να εκλεγεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιρέσιμος — η, ο (Α αἱρέσιμος, ον) [< αἱροῡμαι] νεοελλ. εκλέξιμος [< αἱρῶ] αρχ. αυτός που είναι δυνατόν να κυριευθεί, αλώσιμος … Dictionary of Greek
αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… … Dictionary of Greek
εκλόγιμος — η, ο εκλέξιμος … Dictionary of Greek
εκλεξιμότητα — η το να είναι κανείς εκλέξιμος (βλ. λ.), η εκλογιμότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκλόγιμος — η, ο εκλέξιμος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)